Είμαστε μία ομάδα του Παλλατιδειου Λυκείου Σιδηροκάστρου-Σερρών.Σκοπός της δημιουργίας αυτού του blog είναι η ανάρτηση των πληροφοριών μας ,μετά από ανάλυση κειμένων που μας δόθηκαν ,σχετικά με το μάθημα των κειμένων της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.Η εργασία μας είναι ομαδική και αποτελείται από τα εξής άτομα της Α' Λυκείου: (Α4) Τενώκη Μαρία Τσαπτσίδου Αλβίνα Τσαρτσίδης Αχιλλέας Χατζηιωαννίδης Ιωάννης
Δημοφιλείς αναρτήσεις
Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012
Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012
Γιούγκερμαν-Μ.Καραγάτσης
Γιούγκερμαν
(1938)
Μ.Καραγάτσης
Ο Μ. Καραγάτσης (23 Ιουνίου 1908 -14 Σεπτεμβρίου 1960) ήταν Έλληνας πεζογράφος ,ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της ‘’Γενιάς του ‘30’’ .Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος .Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο πτελεά ή καραγάτσι που βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού. Το ‘’Μ.’’ του ψευδωνύμου του προήλθε πιθανότατα από το ρωσικό όνομα ‘’Μίτια’’ (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης) ,με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του ,λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα για το έργο ‘’Αδερφοί Καραμαζώφ’’. Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως ‘’Μ. Καραγάτσης’’ προκάλεσε μεγάλη σύγχυση σε αρκετούς φιλολόγους ,που συχνά ερμήνευαν το ‘’Μ’’ ως Μιχάλης ,λόγω των ηρώων του ,Μιχάλη Καραμάνου(στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση(στον Μεγάλο ύπνο) ,που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα.
Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ ,στη Γαλλία .Για οικονομικούς λόγους επέστρεψε στην Αθήνα ,ένα χρόνο μετά ,και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ,απ’όπου αποφοίτησε το 1930.
Υπόθεση
Ο Γιούγκερμαν υπηρετούσε στο ρωσικό στρατό ως ίλαρχος(μάλιστα γνώρισε και τον άλλον ήρωα του τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν) κατά την εκστρατεία στην Ουκρανία ,και μετά τη Ρωσική επανάσταση αποφάσισε να έρθει ως πρόσφυγας και να ζήσει στην Ελλάδα. Έχοντας ρίξει μαύρη πέτρα στην πατρίδα του και στην οικογένειά του που του άφησε ανοιχτές πληγές. Έχοντας στην πλάτη του φόνο ,κλοπή ,μια γυναίκα ου τη μοιραζόταν μ’έναν ανθυπολοχαγό (και με τον οποίο νέμονταν και την πατρότητα δυο παιδιών) ,δαιμόνιος και αδίστακτος ,μπαίνει βαθιά στον υπόκοσμο (ναρκωτικά ,πορνεία ,απατεωνίες) ,γλεντόντας και πίνοντας μέχρι ορίων. Με την εξυπνάδα του ωστόσο ,σιγά σιγά κοινωνικοποιείται ,ανέρχεται κοινωνικά ,γίνεται <<πολιτισμένος>> ,Ευρωπαίος ,αποκτά σημαντική διοικητική θέση στην τράπεζα και μαζί με την κοινωνική άνοδο ,πλούτο και γόητρο.To κείμενο επικεντρώνεται στην αγάπη του με τη Βούλα .Η Βούλα παρόλο τις δυσκολίες και που ήταν άνθρωπος του υποκόσμου ο Βάσιας ,τον αγαπούσε και αφοσιώθηκε σε αυτόν ολοκληρωτικά .
Μέσα από αυτό το πέρασμα από τα κοινωνικά στρώματα ζωγραφίζεται η ελληνική κοινωνία ,βασικά η αστική ζωή από τη δεκαετία του ’20 και μετά. Βλέπουμε την επιρροή που ασκεί στην αμοραλιστική και τυχοδιωκτική του φύση η ποιητική ιδιοσυγκρασία του φίλου και συναδέλφου του Καραμάνου ,με τον οποίο πλέκεται ένα μικρό δράμα.
Για αυτόν <<δεν υπάρχουν εμπόδια, πόρτες κλειστές , σκέψεις κρυφές, δεν υπάρχουν έξυπνοι άνθρωποι. Έρχονται, στιγμές που βλέπεις πριν από αυτόν κάποιον άλλον κάποιο μάγο που του ανοίγει το δρόμο και του παραδίνει αιχμάλωτους ανθρώπους, περιουσίες και επιχειρήσεις. Δεν κάνει ζωή ο Γιούγκερμαν στην Ελλάδα, κάνει ‘’πειρατεία’’.
Στην πορεία του μυθιστορήματος παρατηρούμε πως η μητέρα του Γιούγκερμαν και η ποθητή Ντίνα ,η αγνή Βούλα αλλά και άλλες δευτερεύουσες γυναικείες μορφές ,στοιχειώνουν τον ήρωα και τον οδηγούν στην ωρίμανση.
Μια από τις τρυφερότερες μορφές που έχει να επιδείξει η νεοελληνική λογοτχνία είναι η Βούλα Παπαδέλη .Χάρη στο δυναμικό και συνάμα τρυφερό χαρακτήρα της κατάφερε να μείνει πιστή στις πεποιθήσεις της και στην αγάπη της προς τον μοναδικό της έρωτα τον Βάσια .Δεν την ένοιαξε που ήταν άνθρωπος του υποκόσμου αλλά αφοσιώθηκε σε αυτόν ψυχή και σώματι .Η σκέψη και μόνο ότι θα περνούσε λίγες ώρες χαράς κοντά στον αγαπημένο της ,την γέμιζαν με γαλήνη και ξεχνούσε όλες τις μαρτυρικές στιγμές που περνούσε στο σπίτι της.
Στο μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται η αρχοντική συμπεριφορά .Η μητέρα του Καραμάνου υποδέχεται τον Γιούγκερμαν με τον επόμενο τρόπο΄΄ ..Χαμογελούσε απλά ,πρόσχαρα ,αρχοντικά. Ο Καραγάτσης χρησιμοποιεί για την περιγραφή του φαγητού ,και πάλι τη λέξη ‘’απλό’’ .Πράγματι ,διαπιστώνουμε ότι συχνά οι λέξεις ‘’απλός’’ και ‘’χαρά’’ χρησιμοποιούνται σε σχέση με το Γιούγκερμαν .Αφού βρήκαμε το κλειδί της ερμηνείας τους ,ξέρουμε ότι λειτουργούν συνθηματικά ,για να υποδηλώσουν τον αριστοκρατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς του Γιούγκερμαν.
Ο συγγραφέας δεν κουράζεται να επινοεί διαρκώς νέες εκπλήξεις για τους αναγνώστες του: παραθέτει ανέκδοτα ,αποσπάσματα διαλόγων με φίλους ,χαριτωμένα παράπονα ,προσωπικές περιπέτειες.
Στα τέλη του 19ου αι. δημιουργήθηκε στην Ευρώπη το λογοτεχνικό ρεύμα του νατουραλισμού που στόχευε στην ακριβή αναπαράσταση της πραγματικότητας της εποχής εκείνης με βάση την επιστημονική μέθοδο της παρατήρησης ,της ακρίβειας και της αυστηρής αντικειμενικότητας .Ο νατουραλισμός δεν προσέβλεπε στην ωραιοποίηση ,αλλά στη λεπτομερή περιγραφή των δυσχερών καταστάσεων κυρίως των ανθρώπων των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Έτσι ,θα μπορούσαμε να εντάξουμε τον Γιούγκερμαν στον νατουραλισμό επειδή υπάρχει η εργασιακή εκμετάλλευση ,η φτώχεια ,τα εγκλήματα ,ο αλκοολισμός.
Στόχος του συγγραφέα είναι η μέσω της συμπόνιας να ανακινήσει συνειδήσεις ,ώστε να καλυτερεύσει η ζωή των ανθρώπων. Οι εμπειρίες του ατόμου συσχετίζονται άμεσα με αυτούς τους παράγοντες(της φύσης) ,οπότε αυτός είναι ανελεύθερος ,κινείται σύφωνα με το ένστικτό του και δε φέρει ευθύνη για τις πράξεις του.
Λυρισμός δηλαδή χρησιμοποίηση ποιητικού ύφους στο λόγο διακρίνουμε εντονότερα στο απόσπασμα 4 ‘’το ξύπνημα των συναισθημάτων,,. Καθώς ο Καραγάτσης προσπαθεί να δείξει αυτό το ξύπνημα ότι δηλαδή αρχίζει να αισθάνεται να νιώθει να ζει όλα αυτά ,μας τα δίνει με άλλο ύφος. Η αφήγηση του αλλάζει .Ο ήρωας του παρουσιάζεται πιο ανθρώπινος ,συναισθηματικός και όχι σκληρός όπως πριν.
Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012
Η Φόνισσα-Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η ΦΟΝΙΣΣΑ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο και Άγιος των γραμμάτων μας χαρακτηριζόμενος, γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου του 1851. Τέσσερις αδελφές κι ένας αδελφός θα είναι η μόνη περιουσία που θα κληρονομήσει από την φτωχή οικογένειά του. Με την αγωνία της Παιδείας ο ίδιος, αν και χωρίς τα μέσα να προχωρήσει, με δυσκολία θα τελειώσει το σχολείο, κι αμέσως μετά, το 1872, θα φύγει για το Άγιον Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα. Ο Παπαδιαμάντης μετά λίγους μήνες θα επιστρέψει στον κόσμο: δεν θεώρησε τον εαυτό του άξιο για το Σχήμα.Με την επιστροφή του, εγγράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία ποτέ δεν θα αποφοιτήσει. Βγάζει τα προς το ζην του πενιχρού υλικά βίου του προγυμνάζοντας μαθητές. Μόνος του θα μάθει αγγλικά και γαλλικά στα πρώτα χρόνια των σπουδών του. Φίλος και σύντροφός του σ' αυτά τα χρόνια ο λογοτέχνης εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, αργότερα μοναχός. Ο Μωραϊτίδης θα τον φέρει σε επαφή με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους της εποχής, κι ο Παπαδιαμάντης θ' αρχίσει να βλέπει τα έργα του να δημοσιεύονται στον ''Ραμπαγά'', στον ''Νεολόγο'' της Κωνσταντινούπολης, στο ''Μη Χάνεσαι'' και στις εφημερίδες ''Εφημερίς'' και ''Ακρόπολις''. Γρήγορα οι συνεργασίες του με περιοδικά και εφημερίδες θα αυξηθούν, αλλά, βιοποριστικό του επάγγελμα θα γίνει η δημοσιογραφία κι οι μεταφράσεις. Οι προοπτικές φαίνονται μεγάλες για μια επιτυχή δημοσιογραφική και λογοτεχνική πορεία στην Πρωτεύουσα, όμως αυτό δεν συγκινεί τον ''κοσμοκαλόγερο'', τον μοναχικό και ταπεινό Παπαδιαμάντη. Οι μόνες ώρες που φαίνεται να χαίρεται στην Αθήνα είναι εκείνες που περνάει με τους απλούς καθημερινούς λαϊκούς ανθρώπους, κι εκείνες που ψάλλει στον Αγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι. Δεξιός ψάλτης ο Παπαδιαμάντης, αριστερός ο Μωραϊτίδης, κι ιερέας ο προσφάτως αγιοποιηθείς Αγ. Νικόλαος Πλανάς, ο βιώσας την Ταπείνωση. Πέρα από την δυσκολία του να προσαρμοστεί στην πρωτεύουσα, παθαίνει και ρευματισμούς στα χέρια , με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνεχίσει τη δημοσιογραφική του εργασία. Χωρίς κανέναν οικονομικό πόρο θα επιστρέψει στη Σκιάθο όπου, άρρωστος, θα αφεθεί για λίγο στις φροντίδες των αδελφών του. Θα προειδεί τον θάνατό του, και την δυσκαταποσία των τελευταίων ωρών του, και θα ζητήσει να τον κοινωνήσει ο ιερέας της ενορίας του δύο μέρες πριν. Κοιμήθηκε στις 3 Ιανουαρίου του 1911.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο και Άγιος των γραμμάτων μας χαρακτηριζόμενος, γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου του 1851. Τέσσερις αδελφές κι ένας αδελφός θα είναι η μόνη περιουσία που θα κληρονομήσει από την φτωχή οικογένειά του. Με την αγωνία της Παιδείας ο ίδιος, αν και χωρίς τα μέσα να προχωρήσει, με δυσκολία θα τελειώσει το σχολείο, κι αμέσως μετά, το 1872, θα φύγει για το Άγιον Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα. Ο Παπαδιαμάντης μετά λίγους μήνες θα επιστρέψει στον κόσμο: δεν θεώρησε τον εαυτό του άξιο για το Σχήμα.Με την επιστροφή του, εγγράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία ποτέ δεν θα αποφοιτήσει. Βγάζει τα προς το ζην του πενιχρού υλικά βίου του προγυμνάζοντας μαθητές. Μόνος του θα μάθει αγγλικά και γαλλικά στα πρώτα χρόνια των σπουδών του. Φίλος και σύντροφός του σ' αυτά τα χρόνια ο λογοτέχνης εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, αργότερα μοναχός. Ο Μωραϊτίδης θα τον φέρει σε επαφή με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους της εποχής, κι ο Παπαδιαμάντης θ' αρχίσει να βλέπει τα έργα του να δημοσιεύονται στον ''Ραμπαγά'', στον ''Νεολόγο'' της Κωνσταντινούπολης, στο ''Μη Χάνεσαι'' και στις εφημερίδες ''Εφημερίς'' και ''Ακρόπολις''. Γρήγορα οι συνεργασίες του με περιοδικά και εφημερίδες θα αυξηθούν, αλλά, βιοποριστικό του επάγγελμα θα γίνει η δημοσιογραφία κι οι μεταφράσεις. Οι προοπτικές φαίνονται μεγάλες για μια επιτυχή δημοσιογραφική και λογοτεχνική πορεία στην Πρωτεύουσα, όμως αυτό δεν συγκινεί τον ''κοσμοκαλόγερο'', τον μοναχικό και ταπεινό Παπαδιαμάντη. Οι μόνες ώρες που φαίνεται να χαίρεται στην Αθήνα είναι εκείνες που περνάει με τους απλούς καθημερινούς λαϊκούς ανθρώπους, κι εκείνες που ψάλλει στον Αγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι. Δεξιός ψάλτης ο Παπαδιαμάντης, αριστερός ο Μωραϊτίδης, κι ιερέας ο προσφάτως αγιοποιηθείς Αγ. Νικόλαος Πλανάς, ο βιώσας την Ταπείνωση. Πέρα από την δυσκολία του να προσαρμοστεί στην πρωτεύουσα, παθαίνει και ρευματισμούς στα χέρια , με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνεχίσει τη δημοσιογραφική του εργασία. Χωρίς κανέναν οικονομικό πόρο θα επιστρέψει στη Σκιάθο όπου, άρρωστος, θα αφεθεί για λίγο στις φροντίδες των αδελφών του. Θα προειδεί τον θάνατό του, και την δυσκαταποσία των τελευταίων ωρών του, και θα ζητήσει να τον κοινωνήσει ο ιερέας της ενορίας του δύο μέρες πριν. Κοιμήθηκε στις 3 Ιανουαρίου του 1911.
Περίληψη
Η φόνισσα είναι ένα ψυχογραφικό έργο. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφοντας την ψυχολογική εκτροπή της Φραγκογιαννού καταγγέλει πρωτίστως την κοινωνική αδικία ,που έκανε την γριά Χαδούλα, θύμα και ταυτόχρονα θύτη. Ο συγγραφέας αποφεύγει να κρίνει ανοιχτά την ηρωίδα του. Δεν την οδηγεί στην σύλληψη ,στην καταδίκη ,στην τιμωρία ,αλλά τα αποτρόπαια εγκλήματα της δεν του επιτρέπουν να την αφήσει ατιμώρητη ή να της δώσει άφεση αμαρτιών στον Άγιο Σώστη. Γι’αυτό την βάζει να πεθαίνει από πνιγμό όπως σκότωσε τα θύματα της. Η φόνισσα είναι μία νουβέλα και θεωρείται το αριστούργημα του Παπαδιαμάντη. Το έργο πέρα από τον επιφανειακό μύθο κρύβει ένα βαθύ κοινωνικό προβληματισμό που δικαιολογεί τον υπότιτλο του. Ο Παπαδιαμάντης με την ‘’Φόνισσα’’ Θέλει να παρουσιάσει το πρόβλημα της θέσης και της μοίρας των γυναικών της υπαίθρου στην εποχή του. Ο Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει τις σκέψεις και τις πράξεις της Φραγκογιαννούς ,μιας ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας και επιχειρεί να διεισδύσει στα βάθη της ψυχής της ,δίνοντας μας αριστουργηματικά το χαρακτήρα της και το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτό διαμορφώθηκε.
Η Θέση της γυναίκας τότε
Τα παλιά χρόνια οι σχέσεις των δύο φύλων δεν ήταν όπως οι σημερινές. Η θέση της γυναίκας έπεσε πάρα πολύ χαμηλά με αποτέλεσμα από την αρχαιότητα μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες οι άνδρες να θεωρούν τις γυναίκες πολύ κατώτερες τους, να τις καταπιέζουν και να τις εκμεταλλεύονται. Στο κείμενο ‘’ Η Φόνισσα’’ η γριά Χαδούλα προσπαθεί να σώσει τη θέση της γυναίκας στον κοινωνικό χώρο με ανορθόδοξα μέσα, με τον θάνατο: πνίγει τα μικρά κορίτσια για να μην υποφέρουν όταν μεγαλώσουν και γίνουν γυναίκες. Είχε ξεκαθαρίσει από μέσα της πολύ νωρίς το τι σημαίνει να γεννηθείς γυναίκα. Είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα κι οπωσδήποτε σε μειονεκτική κοινωνική θέση. Έτσι η φόνισσα πνίγει τα μικρά κορίτσια για να τα γλιτώσει από τα μαρτύρια που τα περιμένουν όταν μεγαλώσουν και να εξιλεώσει τη μοίρα της γυναίκας. Με αυτή της την πράξη αφανίζει το φύλο της παρόλο που τρέφει μεγάλη αγάπη γι’αυτό. Είναι ολομόναχη, ψυχικά ταπεινωμένη και αμύνεται με κάθε τρόπο να βγει από την φτώχια που της είχε επιβληθεί. Καυτηριάζεται με κάθε τρόπο η ύπαρξη του κοινωνικού φαινομένου της προίκας, που την γυναίκα τα χρόνια εκείνα την είχαν καταντήσει αντικείμενο αγοραπωλησίας και που η ύπαρξη της μπορούσε να οδηγήσει σε γάμο, ενώ η ανυπαρξία της σε κοινωνική περιθωριοποίηση. Πιθανότατα, σκότωνε κυρίως για να φέρει ένα ψυχικό αντιστάθισμα στις τεράστιες ταλαιπωρίες που υπέστει καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής της ως γυναίκα, για να εκτονώσει δηλαδή το μίσος της προς την κοινωνία αλλά και προς το ίδιο το γυναικείο φύλο, το οποίο υποτίθεται ότι έφταιγε για όλη της την κατάντια. Τέλος, αυτό ήταν το βαθύτερο κίνητρο κι όχι η υποτιθέμενη λύτρωση των μικρών κοριτσιών.
Κατά την γνώμη μου, με ανορθόδοξα μέσα τίποτα που επιτυγχάνεται δεν διαρκεί. Είναι βασισμένο σε κάτι λάθος οπότε αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει κάτω από το βάρος αυτού του λάθους.
Το σημερινό Ιράν και οι γυναίκες
Ζουν σε μία υποκριτική κοινωνία, η οποία ενώ τους παρέχει το δικαίωμα στη μόρφωση και στην εργασία, κάνει τα πάντα για να τις κρατήσει στο περιθώριο. Η αλήθεια είναι ότι οι γυναίκες στο Ιράν αποτελούν ένα πολύ δυναμικό κομμάτι της χώρας. Πρώτα-πρώτα οι φοιτήτριες είναι περισσότερες από τους φοιτητές( 60% έναντι 40% ) ,με αποτέλεσμα όλο και περισσότερες γυναίκες να γίνονται γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί ή στελέχη επιχειρήσεων. Βέβαια το τσαντόρ εξακολουθεί να είναι το επίσημο επιτρεπτό ένδυμα του καθεστώτος, όμως σήμερα έχουν λιγοστέψει σημαντικά οι γυναίκες που τα φορούν. Στις μεγάλες μάλιστα πόλεις οι Ιρανές εκφράζουν τη κοκεταρία τους με πολύχρωμες μαντίλες χαλαρά δεμένες στο κεφάλι, που αφήνουν να φανεί αρκετό μαλλί(κάτι που επίσημα απαγορεύεται), καθώς και με μακιγιάζ και με χρωματιστά πανωφόρια σε έντονο κόκκινο, ροζ ή πράσινο, που συνοδεύονται με στενά τζιν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δοκιμάζονται γερά τα νεύρα της αστυνομίας των ηθών, τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου φαίνεται να μην μπορεί το κράτος να επιβάλει με τα όργανα του τον αυστηρό ισλαμικό ενδυματολογικό κώδικα. Με λίγα λόγια, υπάρχουν ακόμα οι αντιλήψεις που επικρατούσαν στα παλιά χρόνια.
Η θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία
Η θέση της γυναίκας στην κοινωνία είναι οπωσδήποτε πολύ καλύτερη από εκείνη του παρελθόντος. Σήμερα δηλαδή, κυρίως ύστερα από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, σε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου έχει κατοχυρωθεί με νόμους η πλήρης σχεδόν εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα και της αναγνωρίστηκαν πάρα πολλά δικαιώματα, που δεν τα είχε πριν. Έτσι , η γυναίκα είναι ελεύθερη να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα έξω από το σπίτι και να απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα με τον άντρα. Σήμερα δεν υπάρχουν πια φραγμοί για τις σπουδές και τη μόρφωση της γυναίκας, που μπορεί τώρα να φοιτά σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και να ασκεί οποιαδήποτε επιστημονική δραστηριότητα. Τέλος, μπορεί να συμμετέχει και σε οποιαδήποτε δραστηριότητα έξω από το επάγγελμα της(αθλητισμός, πολιτισμικά κ.τ.λ.), ενώ στον τομέα της πολιτικής έχει κατακτήσει το δικαίωμα της ψήφου και μπορεί να καταλάβει οποιοδήποτε αξίωμα. Όμως παρ ‘όλα αυτά η πλήρης εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα σε πολλές περιπτώσεις είναι για πολλούς λόγους μόνο θεωρητική, ενώ υπάρχουν τομείς στους οποίους απέχει πολύ από την πραγματικότητα(π.χ. στον θρησκευτικό τομέα απαγορεύεται η κατάληψη θρησκευτικών αξιωμάτων από γυναίκες).
Ιδιαίτερα χαρακτηρίζεται ως μια κατατρεγμένη γυναίκα με πολλές δυσκολίες στη ζωή της που έχει νιώσει τον κοινωνικό ρατσισμό σε κάθε πτυχή του. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη, σε όλη της τη ζωή υπηρετούσε κάποιον, είτε αυτός ήταν οι γονείς της, είτε αυτός ήταν ο άντρας της, είτε αυτά ήταν τα παιδιά της. Γι` αυτό και κάτω από τα «φοβερότερα βάθη και πάθη της ανθρώπινης ψυχής», στα όρια του παραλογισμού προσπαθεί να σώσει κάθε άλλο θηλυκό που βρίσκεται αβοήθητο στο δρόμο της. Έτσι, λοιπόν, στην ηλικία που βρίσκεται τώρα διαπράττει μια σειρά από φόνους μικρών κοριτσιών θέλοντας με αυτό τον τρόπο να τα απαλλάξει όπως και τις μητέρες τους από μια «βασανιστική» ζωή σαν τη δική της. Νιώθει έτσι πως διαπράττει κοινωνικό καλό, μία θεάρεστη πράξη. Αποτελεί, λοιπόν, ένα τραγικό πρόσωπο, αφού γίνεται θύτης για να προλάβει να μην γίνουν θύματα της μοίρας τους τα θύματά της. Επομένως, δεν φαίνεται να διαπράττει τους φόνους από κακία και μίσος προς τα μικρά κορίτσια, αλλά μέσα στα πλαίσια ενός παραλογισμού από υποσυνείδητη «καλοσύνη» για να τα «σώσει» απ` τη «μαρτυρική» ζωή που επρόκειτο να κάνουν. Λειτουργεί, συνεπώς καλοπροαίρετα εμμέσως απέναντι στα κορίτσια. Σκοτώνει για να ελευθερώσει. Διορθώνει τη φύση, διορθώνει τη ζωή, λυτρώνει τους φτωχούς από την κακή τύχη που είχαν γεννώντας θηλυκό. Διορθώνει μια και καλή τους άδικους νόμους και τις συνήθειες μιας στενοκέφαλης κοινωνίας. Βοηθάει τους ανθρώπους. Το κακό που κάνει εκείνη τη στιγμή, το φονικό, δεν είναι πια κακό. Όταν πρόκειται να βοηθήσεις τους φτωχούς και τους βασανισμένους από το βάρος ενός θηλυκού και το φονικό παύει να είναι κακό. Ωστόσο, ένας φόνος είναι σε κάθε περίπτωση ένας φόνος, η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής. Άρα, παρουσιάζεται και σκληρή και ατάραχη απέναντι στα εγκλήματα που διαπράττει.
Θα λέγαμε, λοιπόν πως η Φραγκογιαννού είναι ένας αντιδραστικός χαρακτήρας στο κατεστημένο της εποχής της δηλώνοντας την διαμαρτυρία της μπροστά στη Μοίρα των γυναικών του νησιού. Είναι μια γυναίκα σκληρή αλλά συνάμα ευαίσθητη και προβληματισμένη για τη θέση της γυναίκας, «σκλαβιά του γυναικείου φύλου», την εποχή αυτή. Έτσι, ο Παπαδιαμάντης προβάλλει το κοινωνικό πρόβλημα που υπήρχε στην εποχή του, εποχή «ανδροκρατίας και ανδροτρομοκρατίας», σχετικά με τη θέση της γυναίκας στις επαρχιακές και υπανάπτυκτες κοινωνίες
Η Χαδούλα Φραγκογιαννού, η φόνισσα, είναι αναμφισβήτητα μια από τις ολοκληρωμένες ηρωίδες της πεζογραφίας μας. Είναι ακόμη η έκφραση της ιδιαίτερης μοίρας της γυναίκας. Επειδή έχει ξεκαθαρίσει μέσα της από πολύ νωρίς το τι σημαίνει να γεννηθείς γυναίκα ή να έχεις να νοιαστείς γυναίκες, όλο και πιο συχνά την άκουγαν να λέει πως καλύτερα να μην παντρεύεται κανείς παρά να γεννήσει κορίτσια. «Τι να σας πω, είχε πει κάποτε γελώντας, έτσι του έρχεται τ’ανθρώπου την ώρα που γεννιούνται ,να τα καρυδοπνίγει.»
Όταν η Χαδούλα θέλησε να κάνει τον απολογισμό της ζωής της και κατέληξε στο πικρό συμπέρασμα πως «ο βίος της είναι ανωφελής και μάταιος και βαρύς», τότε η κατάσταση γίνεται αφόρητη και ακατανόητη.
....Είναι ολομόναχη, ψυχικά ταπεινωμένη, και αμύνεται με κάθε τρόπο να βγει από την φτώχια που της έχει επιβληθεί και όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με την ανθρώπινη δικαιοσύνη, θέλει να πετάξει, να γλυτώσει, να ελευθερωθεί όχι μόνο από τους διώκτες της αλλά από την ίδια της την μοίρα, εκείνη του ανθρώπου που παραλογίστηκε και έχασε τον δρόμο του. Γι’αυτό και ο θάνατος δεν έρχεται ούτε σαν τιμωρία, ούτε σαν εξιλέωση, μιας και ούτε η θεία, ούτε η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν θέλησαν να αγγίξουν αυτήν την επαναστατημένη ψυχή.
.......{Ο Παπαδιαμάντης κατανοεί την περιθωριοποίηση και την εξαθλίωση της γυναικείας ύπαρξης. Συναισθάνεται και συνειδητοποιεί την άνιση κατανομή των ρόλων σε βάρος των γυναικών που είναι υποδουλωμένες στις πατριαρχικές και ανδροκρατικές αντιλήψεις.
H εξηντάχρονη γριά Χαδούλα Φραγκογιαννού-σύζυγος του Γιάννη Φράγκου- η ηρωίδα του έργου του προσπαθεί να διορθώσει τη θέση της γυναίκας στον κοινωνικό χώρο με ανορθόδοξα μέσα, με το θάνατο: πνίγει τα μικρά κορίτσια για να μην υποφέρουν όταν μεγαλώσουν και γίνουν γυναίκες.
Γιατί η ίδια, όπως λέγει, αλλά και κάθε γυναίκα "ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν υπανδρεύθη έγινε σκλάβα του συζύγου της, όταν απέκτησε τέκνα έγινε δούλα των τέκνων της, όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της".
Στη Φόνισσα, επίσης, καυτηριάζεται με κάθε τρόπο η ύπαρξη του κοινωνικού φαινομένου της προίκας που τη γυναίκα τα χρόνια εκείνα την είχε καταντήσει αντικείμενο αγοραπωλησίας και που Η μοίρα του κοριτσιού που προέρχεται από φτωχή οικογένεια είναι προδιαγεγραμμένη και καταδικαστική για όλη του τη ζωή.
η ύπαρξή της θα μπορούσε να οδηγήσει σε γάμο ενώ η ανυπαρξία της σε κοινωνική περιθωριοποίηση.
Αφού είναι βάρος για την οικογένεια θα την παντρέψουν με όποιον να ' ναι, κάποιον πνευματικά ή κοινωνικά καθυστερημένο που δεν θ' απαιτήσει προίκα. Έτσι τα οικονομικά της νεοδημιούργητης οικογένειας δεν πρόκειται ποτέ να βελτιωθούν και η φτώχεια θα διαιωνίζεται.
Η κατάσταση θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο αν γεννηθούν κορίτσια και καθόλου αγόρια οπότε όταν φτάσουν σε ηλικία γάμου θα χρειαστούν προίκα
-------Η γυναίκα είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα και οπωσδήποτε σε μειονεκτική κοινωνική θέση
------Έτσι και η Φόνισσα πνίγει τα μικρά κορίτσια για να τα γλιτώσει από τα μαρτύρια που τα περιμένουν όταν μεγαλώσουν και για να εξιλεώσει τη μοίρα της γυναίκας.
--------Η Φραγκογιαννού αφανίζει το φύλο της παρόλο που τρέφει μεγάλη αγάπη γι' αυτό, εκδικούμενη τους άνδρες και την κοινωνία που περιθωριοποιεί τις γυναίκες
-------Μ' αυτό το έργο του, επιπλέον, ο Παπαδιαμάντης αποδοκιμάζει την εξουσία που, κατά τη γνώμη του, καταδυναστεύει τον απλό και φτωχό λαό: "την πλιατσικολογίαν διεδέχθη η φορολογία, και έκτοτε όλος ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύει δια την μεγάλην κεντρικήν γαστέρα, την ουκ έχουσαν ώτα".
Ίσως και γι' αυτό, στο τέλος, προτιμά να μην παραδώσει την Φόνισσα στα χέρια της ανθρώπινης δικαιοσύνης, στους χωροφύλακες που την καταδιώκουν επί πολλές μέρες για να τη συλλάβουν. Επιλέγει τον πνιγμό της στη θάλασσα λέγοντας χαρακτηριστικά: "Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης".
Ποια είναι αυτά τα ανώτερα ζητήματα που απασχολούν το παπαδιαμαντικό έργο;
Η λύπη εξισώνεται με τη χαρά και η ζωή με τον θάνατο. Δηλαδή απέναντι στο εγκόσμιο κακό τοποθετείται η λυτρωτική δύναμη του θανάτου. Η συμφιλίωση με τον θάνατο δεν αίρει την πραγματικότητα της ζωής. Ο Παπαδιαμάντης υμνεί τη ζωή και τις αξίες της μ' έναν πανηγυρικό τρόπο - ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής παράδοσης.
Στη Φόνισσα, επίσης, καυτηριάζεται με κάθε τρόπο η ύπαρξη του κοινωνικού φαινομένου της προίκας, που τη γυναίκα τα χρόνια εκείνα την είχε καταντήσει αντικείμενο αγοραπωλησίας και που η ύπαρξή της θα μπορούσε να οδηγήσει σε γάμο, ενώ η ανυπαρξία της σε κοινωνική περιθωριοποίηση.
•
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)