Κώστας Ταχτσής
(1972)
Ο Κώστας Ταχτσής (Θεσσαλονίκη, 8 Οκτωβρίου 1927 – Αθήνα, 25 Αυγούστου; 1988) ήταν διακεκριμένος έλληνας λογοτέχνης της λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς.
Ο πατέρας του Ταχτσή, Γρηγόριος, και η μητέρα του, Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών, μετά τον χωρισμό των γονέων του, αναγκάστηκε να πάει στην Αθήνα για να ζήσει με την γιαγιά του. Εγγράφηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του.
Το 1947 κλήθηκε να υπηρετήσει στον Στρατό, από όπου τελικά απολύθηκε με τον βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού. Το 1951 προσλήφθηκε ως βοηθός του αμερικανού διευθυντή στα έργα για το φράγμα του Λούρου. Από τις αρχές του 1954 έως το τέλος του 1964 ταξίδεψε και έζησε σε διάφορες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, στην Αφρική, την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάνοντας διάφορα επαγγέλματα: από ναύτης έως βοηθός μάνατζερ στην κουζίνα εστιατορίου. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, προσπάθησε να επιβιώσει ως ξεναγός, μεταφραστής και, τέλος, ως επαγγελματίας συγγραφέας. Άνθρωπος ειλικρινής και απερίφραστος, συνάντησε την έχθρα και την φιλία πολλών. Κατά την περίοδο της Δικτατορίας, βρέθηκε αντιμέτωπος πολλές φορές με την Ασφάλεια, ενώ κατά την Μεταπολίτευση, πάλεψε για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων — δεδηλωμένος ομοφυλόφιλος και ο ίδιος. Στις 27 Αυγούστου 1988, η αδελφή του τον βρήκε δολοφονημένο στο σπίτι του στον Κολωνό. Η Αστυνομία δεν μπόρεσε ποτέ να διαλευκάνει το έγκλημα. Η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε μόνον ότι ο θάνατος είχε επέλθει από στραγγαλισμό περί τα δύο εικοσιτετράωρα νωρίτερα.
ΥΠΟΘΕΣΗ
Η μάνα ,σκληρή και απειλητική ,έκανε το γιο της να τρέμει στη σκέψη μήπως και αργοπορούσε στη δουλειά που είχε σταλεί .Καμιά φορά όμως όταν είχε τα κέφια της από τις σπάνιες βραδινές επισκέψεις ήταν όλο χαρά και αγάπη .Τις δουλειές του σπιτιού τις είχε αναλάβει η κυρά-Ρωξάνη γιατί η μάνα τις σιχαινόταν .Τα βράδια που είχε τα κέφια της καθόταν με τις γειτόνισσες στο δρόμο και μάθαινε στα παιδιά της γειτονιάς διάφορα παιχνίδια .Αυτές ήταν οι καλύτερες στιγμές . Όταν όμως είχε τα μπουρίνια της…αλίμονο σου ,ούτε το κλάμα σου τη συγκινούσε ,αντίθετα θύμωνε περισσότερο και να γίνεις άντρας και μόνο μετά από διαβεβαιώσεις σου σε άφηνε .Εκείνα τα βράδια ήταν που έβγαινε έξω και επέστρεφε τα ξημερώματα .Από τότε έχουν περάσει τριάντα χρόνια ..Το μάθημα του δεν το έχει πάρει ακόμη ,γιατί άντρας δεν έγινε .Άραγε φταίει η σκληρότητα της μάνας..;
Στο κείμενο ο συγγραφέας παρουσιάζει μια σχέση ανάμεσα σε μητέρα και γιο που άλλοτε μοιάζει φυσιολογική και άλλοτε όχι .Το παιδί ζει καταστάσεις που ως παιδί τις αντιλαμβάνεται ως αθώες όμως ως άντρας δεν τις καταδικάζει .Έχει αντιληφθεί την δύσκολη κατάσταση της μητέρας του και της έχει αναγνωρίσει την προσπάθεια να τον μεγαλώσει κάνοντας τον έναν σωστό άντρα ,άσχετα αν αυτό τελικά δεν συνέβη .Νιώθει ένοχος που δεν την κατάλαβε νωρίτερα και επίσης είναι μετανιωμένος που θέλησε να την εκδικηθεί όμως τον ενοχλεί ακόμη το γεγονός ότι ξεσπούσε σε αυτόν. Θεωρεί ότι κακώς υπήρξε τόσο σκληρή και απόμακρη μαζί του .Αυτό που έχει περισσότερη όμως σημασία είναι ότι δεν έχει στιγματιστεί από την σκληρότητα της αλλά από το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να καταλάβει τους λόγους που την οδήγησαν σ’αυτή .Στο τέλος του κειμένου έχεις την αίσθηση ότι θέλει να την συγχωρέσει όμως κάτι δεν τον αφήνει αλλά και επίσης ότι την αγαπάει και μετανιώνει που δεν μπόρεσε να το εκφράσει.
Η µονογονεϊκή οικογένεια δηµιουργείται µε διάφορους τρόπους: µε το θάνατο ενός εκ των δυο γονιών, µε την τυπική λύση του γάµου (διαζύγιο), µε άτυπη λύση του γάµου (εγκατάλειψη από τον ένα σύζυγο) και τέλος µε την εκούσια ή ακούσια απόκτηση παιδιών χωρίς να έχει προηγηθεί γάµος .Στο κείμενο ‘’Τα ρέστα’’ προβάλλονται ανάγλυφα οι δύσκολες συνθήκες της μονογονεϊκής οικογένειας του Ταχτσή .Οι γονείς του είχαν χωρίσει και ο Ταχτσής έμενε με την μάνα του .Τα νεύρα της η μητέρα τα ξεσπούσε πάνω στο παιδί της ,έτσι το παιδί ήταν πάντα πιεσμένο .Ανάγκαζε με τη συμπεριφορά της διαρκή τρόμο .Αυτό προκαλούσε φόβο στο παιδί μήπως κάνει κάτι που θα την εξοργίσει με αποτέλεσμα να το χτυπήσει .
Το κύριο ερέθισμα είναι η οικογένεια· αυτό το θερμοκήπιο κόλαση και παράδεισος μαζί, που κύρια χαρακτηριστικά του έχει την παντοδυναμία της μητέρας και την απουσία του πατέρα, και που από μέσα της γεννιέται, εξελίσσεται και διαμορφώνεται η ομοφυλοφιλία του συγγραφέα. Τα διηγήματα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, ως προς το χώρο: εκείνα που καταπιάνονται με αυστηρά ενδοοικογενειακές σχέσεις, και εκείνα που εξερευνούν τις σχέσεις με τον έξω κόσμο, αν και σχεδόν παντού εξακολουθεί να καταδυναστεύει τα πάντα η οικογένεια, έστω και σαν φόντο».
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Μέσα στο διήγημα διακρίνονται δύο φωνές ,η φωνή του πρώτου-αλλοδιηγητικού-αφηγητή και η φωνή του αυτοδιηγητικού αφηγητή ,οι οποίοι όμως έχουν την ίδια εστίαση και βλέπουν τα ίδια πράγματα .Οι δύο αφηγητές βλέπουν τα ίδια και βιώνουν τα ίδια ,άρα ταυτίζονται .Το μεγάλο αφηγηματικό εύρημα επομένως είναι η ταύτιση δύο φωνών σ’ένα πρόσωπο .Δεν πρόκειται για δύο αφηγητές ,αλλά για έναν ,ο οποίος είναι ταυτόχρονα αφηγητής και αποδέκτης της αφήγησης .
Στην πρώτη ενότητα η αφήγηση γίνεται σε δεύτερο πρόσωπο: (<< έπρεπε ν’χες γυρίσει πίσω>>.) Ένας αφηγητής (πρόσωπο) αφηγείται σ’ένα άλλο πρόσωπο αυτά που του συνέβαιναν όταν το τελευταίο ,ο αποδέκτης της αφήγησης ,ήταν παιδί .Το πρόσωπο που αφηγείται δίνει τις πληροφορίες σαν να ήταν αυτόπτης μάρτυρας ,σαν να είχε μια εμπλοκή ο ίδιος στη ζωή της μητέρας και του παιδιού .Έχουμε επομένως στην πρώτη ενότητα μια ομοδιήγηση και ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός (γνωρίζει από μέσα την ιστορία) ,αλλοδιηγητικός (η ιστορία αφορά άλλον) και η οπτική γωνία είναι ενός παρατηρητή ο οποίος αφηγείται όσα γνώριζε τότε ο αποδέκτης της αφήγησης του ,δηλ. το μικρό παιδί .Υιοθετεί δηλ. την οπτική γωνία του παιδιού και επομένως την περιορισμένη γνώση του .Σε ορισμένες ωστόσο περιπτώσεις η οπτική γωνία μετατοπίζεται προς την πλευρά του ώριμου αφηγητή που τώρα γνωρίζει περισσότερα πράγματα (π.χ. <<Κι αμέσως έτρεχες κοντά της ,και σήκωνε ψηλά το χέρι με το χωνί ,κι ας ήξερες πως έκλαιγες στα ψέματα….αλλά ,έλα ,ομολόγησέ το ,προσέχοντας με κομμένη την ανάσα…>>)
Στη δεύτερη ενότητα η αφήγηση μετατρέπεται σε αφήγηση πρώτου προσώπου (<<τριάντα χρόνια κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου>>) .Έχουμε πάλι και μια ομοδιηγητική ,αλλά πια αυτοδιηγητική αφήγηση .Η οπτική γωνία είναι του ενηλίκου που θυμάται και σχολιάζει τα παιδικά του χρόνια μέσα από την προοπτική του τώρα .Είναι φανερό ότι ο αφηγητής αυτός είναι ο αποδέκτης της αφήγησης του πρώτου αφηγητή .Το παιδί που μεγάλωσε. Σε αυτή την ενότητα γίνεται φανερό πως ολόκληρη η αφήγηση αποτελεί ένα εσωτερικό διάλογο του αφηγητή-ήρωα με τον εαυτό του .Ο διάλογος γίνεται ανάμεσα στη ρέουσα(τωρινή) συνείδηση και στην ιστορούσα μνήμη .Το υποκείμενο και το αντικείμενο της αφήγησης ταυτίζονται .Σε μια όμως περίπτωση εμφανίζεται και τρίτη φωνή.Είναι η φράση <<Τι ωραία που ήταν η ζωή τέτοιες μέρες! >> Αυτή η φράση δεν είναι βίωμα ώστε να ενταχθεί στην εσωτερική εστίαση ,αποτελεί συγγραφικό σχόλιο και ανήκει στη συγγραφική εξωτερική προοπτική .
Ως προς το ερώτημα <<πως μιλάει;>> ,παρατηρούμε δύο βασικούς αφηγηματικούς τρόπους ,την αφήγηση γεγονότων(πλατωνική διήγησης) και την αφήγηση λόγων(μίμησης) .Στην πρώτη ενότητα το δεύτερο πρόσωπο της αφήγησης προϋποθέτει την ύπαρξη ενός δέκτη-συνομιλητή ο οποίος όμως μένει μέχρι τέλους σιωπηλός .Αυτή η ιδιομορφία κάνει το διάλογο να συνορεύει τυπολογικά με το μονόλογο ,έχουμε <<μονολογοποίηση>> του διαλόγου .Μέσα σε αυτό το μονόλογο ενσωματώνονται όλες οι μορφές του διαλόγου(τυπικός διάλογος μάνας-γιου ,π.χ.<<θα γίνεις άντρας;>> <<ναι θα γίνω>> ,προσωπικός διάλογος της μάνας <<κυρ Πρόδρομε δος μου δύο παγωτά καϊμάκι>> ,εσωτερικός μονόλογος .
Τέλος ,έχει και η μετάδοση των λόγων του ήρωα-μητέρας από τον αφηγητή(μετατιθέμενος λόγος) ο οποίος συμπυκνώνει και ενσωματώνει τους λόγους του ήρωα στο δικό του ύφος.(π.χ.<<και τους μάθαινε την μπερλίνα και τη κολοκυθιά-πινακωτή πινακωτή ,από τα’άλλο μου τ’αυτί ,έμαθα πως έχεις μια κολοκυθιά που κάνει δέκα κολοκύθια…>>).
Το διήγημα αρχίζει με in media res ,με μία φράση που συνήθιζε να απευθύνει η μητέρα στο γιο της .Αυτή η φράση δίνεται σε ευθύ λόγο ,κάτι το οποίο συντελεί στη ζωντανή παρουσίαση της μάνας .
Το ύφος είναι στρωτό και ευθύγραμμο ,η δομή κρυφή και ασυμμετρική .
Υπάρχει στο διήγημα μια ηλικιακή μετάβαση ,καθώς προχωρεί κανείς από το ένα διήγημα στο άλλο ,έτσι ώστε να διακρίνεται ,ανάμεσα τους ,μια υποφώσκουσα μυθιστορηματική συνοχή-δομή.
Από τα παρακάτω στοιχεία αλλά και από την ηλικία του συγγραφέα συμπεραίνουμε ότι
το έργο εντάσσεται την περίοδο του 1930-1960:
το έργο εντάσσεται την περίοδο του 1930-1960:
Γραμμόφωνο :μία από τις κυριότερες συσκευές αναπαραγωγής ήχου που χρησιμοποιήθηκαν τον 20ο αιώνα .Κατασκευάστηκε το 1877 ,ενώ έπαψε να κυκλοφορεί με την αρχική του μορφή το 1955 .
Παγωτατζής :ένα από τα επαγγέλματα που έχουν εκλείψει .Πρωτοεμφανίστηκε την δεκαετία του 1920 ενώ την δεκαετία του 1980 άρχισε σταδιακά να εξαφανίζεται .
Μπακάλης :Επίσης ένα από τα επαγγέλματα που έχουν εκλείψει .Άρχισε να αντικαταστάται από τα μεγάλα πολυκαταστήματα ήδη από την δεκαετία του ’80 .
Λάμπα πετρελαίου :Χρησιμοποιούνταν σε εποχές που δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και σε περιόδους διακοπής της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος .